«Το τέλος της φιλοσοφίας και η αποστολή της σκέψης»
12 December 2021
Οδοιπόρος πάνω στη Θάλασσα της Ομίχλης, Κάσπαρ Ντέιβιντ Φρίντριχ, 1817. Εικόνα: Wikipedia Commons
Αυτό που εννοεί ο Χάιντεγκερ με το «αποστολή της σκέψης» –τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε– είναι το εξής: θα σταθούμε μπροστά στο ακατόρθωτο; Ή θα συνεχίσουμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τη φτωχή φιλοσοφική μας αυτονομία; Ή, γιατί όχι, να τελειώνουμε με αυτό, αφού έχουμε αποδείξει (κάτι που κανείς δεν ζήτησε) την υπέροχη, μεγαλοπρεπή και άφθονη ανοησία;
Η διατύπωση αυτή (που δεν είναι μία πρόταση) παραδίδεται εδώ σε πλάγια γραφή, επειδή αποτελεί απόσπασμα. Ένα απόσπασμα από τον τίτλο μιας διάλεξης που έδωσε ο Χάιντεγκερ το 1964. Δεν ανήκει στα κείμενα του Χάιντεγκερ τα οποία συχνά αναπαράγονται, και αυτό, μεταξύ άλλων, γιατί η πρώτη του φράση –«το τέλος της φιλοσοφίας»– ταράζει τα νερά, προκαλώντας ακόμα και τη μανία όσων την ακούν.
Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες πολιτικο-μυστικιστικές εκτιμήσεις για τον Χάιντεγκερ, κανείς βρίσκει εύκολα ενδιαφέρον σε όσα έγραψε για την τεχνολογία, την τέχνη, ακόμη και για την ύπαρξη, αρνούμενος/η βέβαια να εξετάσει την ίδια τη δυνατότητα του «τέλους της φιλοσοφίας». Για την πλειοψηφία, μιλώντας για αυτό είναι τόσο «ωμό», αν όχι γκροτέσκο, όσο το να μιλάμε για το «τέλος της αναπνοής»… ως προϋπόθεση για μια «αποστολή άπνοιας» στην οποία καλούμαστε να διακρίνουμε το μέλλον μας. Αυτό σημαίνει πως η φιλοσοφία είναι η μόνη πνοή της διανοητικής και της πνευματικής μας ζωτικότητας – και αυτό ακριβώς είναι που διακυβεύεται στην αντίθεση που θέτει ο Χάιντεγκερ μεταξύ «φιλοσοφίας» και «σκέψης».
Το ζήτημα εδώ βέβαια δεν αφορά το εάν «ένας» φιλόσοφος είχε δίκιο λέγοντας το τάδε ή το δείνα. Η φιλοσοφία μιλά μέσω όλων των φιλοσόφων και, αν μιλά για το «τέλος» της, αυτό φέρει μια φιλοσοφική αίσθηση. Ο Χάιντεγκερ αναζήτησε αυτή την αίσθηση ακόμα και εκεί που η φιλοσοφία προέβαλε μια ένδειξη τέλους, μια ένδειξη εκπλήρωσης και επομένως ενός νέου πεπρωμένου. Αυτό ήταν γνωστό ήδη από τον Χέγκελ: το τέλος της φιλοσοφίας και η καινούρια αρχή αποτελούσαν πάντοτε, από τον Χέγκελ, ερωτήματα. Αν δεν αναγνωρίζει κανείς τα παραπάνω, δεν αναγνωρίζει τίποτε.
2
Ωστόσο, σκοπός μου σε αυτό το κείμενο δεν είναι να σχολιάσω τη σκέψη του Χάιντεγκερ. Θέλω να περιοριστώ στο να αποδείξω πως η φράση «το τέλος της φιλοσοφίας», που αρθρώθηκε για πρώτη φορά πριν από περισσότερο από μισό αιώνα –προετοιμάστηκε βέβαια, αν και με ποικίλους άλλους τρόπους, ήδη από τον Μαρξ, τον Νίτσε, τον Κίρκεγκωρ, καθώς και τους Κοντ, Ράσελ και Κάρναπ (1) – δεν είναι κενή νοήματος. Αυτό είναι δύσκολο να το παραδεχθούμε, μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι σπεύδουν να επισημάνουν πως η φιλοσοφία, ακόμη και στις πιο βίαιες ανατροπές της τους τελευταίους δύο αιώνες, παραμένει η ίδια η άσκηση της ανθρωπότητάς μας, και επειδή ενυπάρχει σε όλα.
Λέγεται πως υπάρχει μια φιλοσοφία Μπαμπάρα και μια φιλοσοφία διοίκησης, ενώ θα έπρεπε να λέγεται πως υπάρχει μια σκέψη Μπαμπάρα και μια ιδεολογία διοίκησης. Όταν κάποιος/α φιλόσοφος αναγκάζεται να μιλήσει στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, [η ίδια η πράξη] προετοιμάζει έναν λόγο [discourse] σχετικά με την κατάσταση του κόσμου και με το τι πρέπει να αλλάξει ή να βελτιωθεί. Με μια λέξη, μια φιλοσοφία είναι ένας τρόπος αναπαράστασης και αξιολόγησης του κόσμου.
Σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο αυτών των λόγων είναι, στην πραγματικότητα, ήδη γνωστό: η βία και η αδικία καταδικάζονται, ο εγωισμός καταδικάζεται και το κοινό καλό ή το «από κοινού» [being-in-common] πρέπει να επανεξεταστούν. Μερικές φορές η προοπτική είναι πιο μεταρρυθμιστική [αναμορφωτική] (και μαρτυρά πως στο κάτω κάτω δεν υπάρχει κάτι να αλλάξει), άλλες φορές πάλι είναι πιο επαναστατική (αλλά η ίδια η ιδέα της επανάστασης παραμένει ως μεταφορά της εξουσίας εντός του κεκτημένου πλαισίου της τεχνικής υπερ-εξουσίας –όπως συνέβαινε από τον Λένιν και τον Μάο). Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακούγονται κάποια καλά για ένα ιδανικό – μια καλύτερη, πιο ορθολογική ανθρωπότητα, πιο ανοιχτή σε όλους/ες και όλα.
Το εξής πρέπει να σημειωθεί: αναφερόμαστε σε αυτή την υπνοβατική εμπιστοσύνη απέναντι σε μια «βελτίωση» (αν όχι σε μια «χειραφέτηση»), επαναλαμβάνοντας έτσι συνειδητά ή όχι αυτό που έλεγαν ο Καντ, ο Χούσερλ ή ο Σαρτρ – κάτι που εμείς καρυκεύουμε με πιο μοντέρνα μπαχαρικά. Εννοώ, για παράδειγμα, το «subjectivation» του Φουκώ, το «other» του Λεβινάς, τις υπαινικτικές και ανακριβείς χρήσεις του «différance» του Ντεριντά ή το «creation» του Ντελέζ: μας αρέσουν αυτά τα φιλοσοφικά θρύμματα αλλά είμαστε προσεκτικοί, δε θέλουμε να κάμψουμε τα διακυβεύματά τους (στα οποία θα επιστέψω).(2)
Η φιλοσοφία μιλά μέσω όλων των φιλοσόφων και, αν μιλά για το «τέλος» της, αυτό φέρει μια φιλοσοφική αίσθηση.
Αυτή είναι, δεν πρέπει να αμφιβητηθεί, η θλιβερή κατάσταση της φιλοσοφίας σήμερα (συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης στα σχολεία και τα πανεπιστήμια). Είναι μια αυτοαποκαλούμενη ευγενής εκδοχή της βασιλείας της γνώμης –μιας γνώμης που στην πραγματικότητα δεν έχει ευγενή εκδοχή, μιας γνώμης που είναι πάντα χυδαία και της οποίας η χυδαιότητα πλέον διαμεσολαβείται.
3
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως αυτό οδηγεί σε απεριόριστη επέκταση του πραγματισμού: πώς λειτουργεί; τι λειτουργεί καλύτερα, ή τουλάχιστον λιγότερο άσχημα; – Αλλά ποιος λειτουργεί για τι ή τι λειτουργεί για ποιον; Λαμβάνοντας υπόψη ποιο πράγμα, υπάρχει αυτή η ροή πληροφοριών, εφευρέσεων, σχολιασμών; Ο πραγματιστικός κανόνας απαντά: «με στόχο μια συνεχώς αυξανόμενη λειτουργικότητα και μια κατ’ ανάγκη επιθυμητική αύξηση». Η απάντηση που κρύβεται από πίσω, όμως, είναι η εξής: «ενόψει τεχνικών και οικονομικών επιδόσεων που δεν έχουν άλλο τέλος πέραν του εαυτού τους».
Ένα κραυγαλέο παράδειγμα αυτού είναι η γενική συζήτηση –έξω από χώρες ανοιχτά μονομανείς ως προς τη θρησκευτική-φυλετική τους ταυτότητα– για την «πολυπολιτισμικότητα» που διακρίνεται από μια «κοσμικότητα» δύσκολα διακριτή. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωποι αναζητούν τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης μιας πραγματικότητας βαθιάς μετάλλαξης αυτών που αποκαλούμε «πολιτισμός», «ταυτότητα», «σημεία αναφοράς». Ένα ακόμη πιο οδυνηρό παράδειγμα είναι αυτό των συνθηκών εργασίας, που αλλάζουν και χειροτερεύουν, ωφελώντας πάντοτε μερικούς περισσότερο και άλλους/ες λιγότερο – και εδώ πάλι διαχειριζόμαστε (ψυχοκοινωνιολογικά) μια κατάσταση, για το τέλος της οποίας κανείς τελικά δεν προβληματίζεται.
Αυτό που κοινώς ονομάζεται «φιλοσοφία» σήμερα είναι ένα μείγμα από τα χλιαρά νερά της κοινής λογικής, από την επιθυμία μας να κάνουμε το σωστό και από μια υποτιθέμενη γνώση των μηχανισμών του κόσμου. Και αυτά, παρά το γεγονός πως οι λέξεις «αίσθηση», «καλό» και «γνώση» βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλης επισφάλειας, αν όχι εγκεφαλικού θανάτου.
Ένα μικρό σημάδι αποτελεί ένδειξη: παντού στον «αγγλοποιημένο» κόσμο, το διδακτορικό ονομάζεται «PhD», δηλαδή «διδακτορικό στη φιλοσοφία», είτε αφορά σπάνια μόρια, είτε την αρχαία ιστορία της Kamchatka ή γνωστικά μοντέλα. Η «φιλοσοφία» εδώ διατηρεί μια εντελώς ξεπερασμένη έννοια. Είναι μια θλιβερή καρικατούρα της παλιάς ιδέας μιας βασίλισσας-επιστήμης ή ενός γενικού καθεστώτος γνώσης που υποτίθεται πως εφαρμόζεται στα σαλιγκάρια, στους μηχανισμούς της υποκειμενοποίησης [subjectivation] ή στην ιδέα του «Θεού».
Είναι γελοίο, αποκαλύπτει όμως πως μπορέσαμε να αφήσουμε μια λέξη να εξαπλωθεί σαν μελάνι σε στυπόχαρτο. Αυτό το μελάνι είναι πλέον ξεπερασμένο και για εμάς πολύ ασαφές: κανείς σήμερα δεν μπορεί να σκεφτεί πως η «Φιλοσοφία» περιλαμβάνει όλες τις επιστήμες. Αν ανήκει όμως σε κάποια άλλη τάξη, τότε τι είναι; Οι απαντήσεις ακούγονται σαν μουρμουρητά – «στοχασμός», «κριτικό πνεύμα», «κερδοσκοπία», «σκληρή εργασία»…
Φυσικά, αυτό δεν εκπλήττει καθόλου – αρκεί να σκεφτεί κανείς τι συνέβη στη γαλλική λέξη «Monsieur» που αρχικά σήμαινε «κύριέ μου». Η διαφορά εδώ είναι όμως κραυγαλέα, επειδή το «monsieur» αντιστοιχεί σε μια πραγματική ιστορική μετατόπιση στην εκδήλωση σεβασμού και ευγένειας. Όσον αφορά τη φιλοσοφία, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: διατηρήθηκε η εξέχουσα θέση σε όλες τις επιστήμες (και βασικά ακόμη και επί της θεολογίας, τουλάχιστον όταν η τελευταία ορίζει μια πειθαρχία στοχασμού και ανάλυσης και δε χρησιμοποιείται «ωμά» ως συνώνυμο της «θρησκευτικής εξομολόγησης»). Αλλά αυτή η επιφανής τάξη είναι ανέφικτη… επιπλέει στα σύννεφα. (3)
Στην πράξη, η φιλοσοφία έχει γίνει η ειδικότητα των μη ειδικών, των «χειριστών» ιδεών και εκτιμήσεων, καθένας/καθεμία από τους οποίους/τις οποίες μιλά σύμφωνα με τη δική του/της γνώμη: στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία έχει αντικαταστήσει, ως το ευγενές αντίστοιχο, τη γνώμη. Η γνώμη όμως είναι η κρίση μιας υποκειμενικότητας (ατομικής ή συλλογικής): η πηγή της έγκειται στις διαθέσεις, στα γούστα και στις τάσεις του κάθε ατόμου. «Καθένας/Καθεμία την αλήθεια του/της – με την «αλήθεια» όμως εδώ να ορίζεται ως… γνώμη.
4
Αν κάτι δημιούργησε όμως τη φιλοσοφία, αυτό ήταν ακριβώς το ζήτημα της αλήθειας. (4) Όχι της αλήθειας που εννοούμε όταν μιλάμε για δεδομένα – για παράδειγμα, αυτός ο υπολογιστής ζυγίζει 1950 γραμμάρια, μπορώ να το ελέγξω σε μια ζυγαριά. Για ένα μικρό παιδί, αυτό είναι ήδη βαρύ, αλλά δε μιλάμε εδώ για τη χρήση του υπολογιστή από ένα παιδί ή από έναν ενήλικα. Μιλάμε για ένα σύστημα σύγκρισης και οργάνων μέτρησης.
Η αλήθεια που αφορούσε, όμως, αρχικά τη φιλοσοφία ήταν το ερώτημα του τι μπορεί να σημαίνει «αληθινό», εάν δεν υπάρχει δυνατότητα μέτρησης ή σύγκρισης. Είναι αλήθεια πως μεγάλοι πολιτισμοί που προηγήθηκαν της φιλοσοφικής στροφής είχαν απόλυτη κυριαρχία σε πολύ περίεργα όργανα και μορφές υπολογισμού: μάρτυρες των επιτευγμάτων των Μάγια ή των αρχαίων αφρικανικών πολιτισμών, καθώς και των Ινδών, των Κινέζων, των Ιαπώνων, των Εσκιμώων, των Βίκινγκς κ.λπ., και πόσο μάλλον όλα τα τεχνικά, αισθητικά και συμβολικά επιτεύγματα όλων των πολιτισμών από τη λεγόμενη «Παλαιολιθική Εποχή». Παντού και συνεχώς για τουλάχιστον 300.000 χρόνια.
Για όλους αυτούς τους πολιτισμούς, το πραγματικό (που δεν ήταν απαραίτητο να ονομαστεί έτσι ή κάπως αλλιώς) έλαβε μια κοσμική και συμβολική τάξη σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη κατάσταση είχε (και εξακολουθεί να έχει, όπου αυτοί οι πολιτισμοί επιβιώνουν) τη θέση του, την αίσθηση, τον προορισμό του. Η ύπαρξη δεν ήταν λιγότερο δύσκολη: η αρρώστια, ο αγώνας και ο θάνατος δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ, αλλά η γενική τάξη μπορούσε βέβαια να προσδιορίσει τη θέση τους. Ο πόνος του να είναι κανείς άνθρωπος, ακόμη και του να είναι κανείς ζωντανός, αναμίχθηκε με τη χαρά της επιβίωσης, της αναπαραγωγής: η σκέψη δεν τα διαχώρισε. Και οι σκέψεις αυτών των αμέτρητων λαών είναι πλούσιες, ευρηματικές, προσεγμένες.
Αλλά η αλήθεια που αφορούσε αρχικά τη φιλοσοφία ήταν το ερώτημα του τι μπορεί να σημαίνει «αληθινό», εάν δεν υπάρχει δυνατότητα μέτρησης ή σύγκρισης.
Αυτό που επιτρέπει η δυνατότητα της φιλοσοφίας είναι μία ρήξη. Αυτό συμβαίνει σε μια συγκριμένη περιοχή του κόσμου. (5) Αυτή η περιοχή, η Ανατολική Μεσόγειος, κλονίζεται σε ένα ορισμένο σημείο σε μια τότε σημαντική ομάδα αυτοκρατοριών και παλατινών δυνάμεων. Λόγος έχει γίνει για εισβολή λαών από τη δυτική Μεσόγειο. Πολύ λίγα, όμως, είναι γνωστά για αυτή την ανατροπή. Αυτό που είναι σαφές είναι ο βαθύς μετασχηματισμός ενός κόσμου που θα μπορούσε κανείς να πει πως έχασε την ιδρυτική του τάξη.
5
Η φιλοσοφία ξεκινά με το εξής ερώτημα: τι γίνεται αν δεν υπάρχει πλέον καμία τάξη διαθέσιμη –ούτε ιερή, ούτε κοινωνική, ούτε κοσμική; Ο άξονας ή η ψυχή της φιλοσοφικής απάντησης συνίσταται στην ίδια την ανάγκη ίδρυσης μιας τάξης. Αυτή η αναγκαιότητα έχει δύο όψεις: αφενός, απαιτεί από εμάς να ανακαλύψουμε αυτόν τον κόσμο χωρίς τις ιδιότητές του, αφετέρου, απαιτεί από εμάς να δικαιολογήσουμε την προσέγγιση που υιοθετήθηκε και τα αποτελέσματά της.
Μπορούμε απλώς να πούμε: η πρώτη απαίτηση επινοεί τη «φύση», η δεύτερη επινοεί τη «λογική». Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο στοιχειώδες από αυτό το ζευγάρωμα φύσης/λόγου. (6) Το γνωρίζουμε καλά και έχει δομήσει αιώνες σκέψης. Σήμερα, όμως, μπερδευόμαστε: είναι το πετρέλαιο, ο ηλεκτρισμός, η δυνατότητα υπολογισμού, οι πληροφορίες, φυσικές ή ορθολογικές πραγματικότητες;
Αυτό που καθοδήγησε τη φιλοσοφία σε όλες της τις μορφές, ήταν πάντοτε το να δίνει λόγο στη φύση και να φυσικοποιεί τον λόγο. Να δίνει λόγο: να φέρνει δηλαδή στο φως τις αρχές από τις οποίες πηγάζει ο κόσμος, η ζωή και ίσως η ίδια η σκέψη. Το τελευταίο αυτό σημείο επανέρχεται σε αυτό που αποκάλεσα «naturalizing reason»: κατανοώντας πως το σύνολο αυτού που υπάρχει προέρχεται και επιτυγχάνει έναν σκοπό. Το τελευταίο έπαψε να είναι η πραγματοποίηση μιας τάξης που προέκυψε με τον ίδιο τον κόσμο.
Την τάξη που προσδίδουμε ή ανακαλύπτουμε στον κόσμο, την έχουμε ονομάσει «επιστήμη» ή «επιβολή δυνάμεων», επίτευγμα ενός «συνολικού ανθρώπου». Η φιλοσοφία αξιοποιεί έναν πλούτο εφευρετικότητας για να την κατανοήσει: «επαρκής λόγος», «ιστορία του Πνεύματος», «επιστροφή στα ίδια τα πράγματα», «το Είναι που δεν είναι τίποτα άλλο από το είναι». Την ίδια στιγμή όμως υπήρχαν «ολοκληρωτικός υλισμός», «επανάσταση των κοινωνικών σχέσεων» και τώρα «διανθρωπισμός» (η επαύξηση του ανθρώπου από την ίδια του την τεχνολογία). Και τέλος, όπως ήδη αναφέραμε, ο πραγματισμός: ας αφήσουμε όλες τις αρχές και ας το αποδεχθούμε (όπου κάποιος/α ίσως ρωτήσει: γιατί να το αποδεχθούμε;;;)
Αυτό είναι ειρωνικό –μα όχι μόνο–, σκληρό –μα όχι μόνο. Όχι μόνο, αφού το Πρωτόγονο Δεδομένο έχει χάσει το κύρος της γνώσης και της εκδήλωσης: αυτό που είναι να μάθουμε, οι επιστήμες το γνωρίζουν, και αυτό που μπορεί να διακριθεί είναι μια πυκνή ομίχλη.
6
Παρενθετικά: Δεν απορρίπτω όλα τα φιλοσοφικά έργα. Κάθε άλλο παρά αυτό! Η σημασία των μεγάλων έργων του 20ου αιώνα, η «οξύτητα» και το βάθος των απαιτήσεών τους δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Όλα έχουν συμβάλλει στην περαιτέρω εξερεύνηση του ζητήματος της «αλήθειας». Αλλά ελάχιστη προσοχή δίνεται σε αυτό το ουσιαστικό γεγονός: όλοι ασχολούνται –ανεξάρτητα από τις ιδιοσυγκρασίες τους– με την ίδια τη φιλόσοφο. Παρατηρώντας τους από κοντά, βλέπουμε πως όλοι ασχολούνται, από τη σκοπιά διαφόρων αντικειμένων σκέψης, με την ίδια τη φιλοσοφία. (7) Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι –θα μπορούσε κανείς να το αποδείξει αμέσως– υποφέρουν από την έλλειψη, από αυτό που λείπει, χωρίς να γνωρίζουν τι είναι, αμφιβάλλοντας δε πως είναι κάτι αναγνωρίσιμο. Το γεγονός όμως πως κάτι λείπει και βασικά το ότι δεν αρκεί να πούμε «λείπει, [και τι να κάνουμε] έτσι είναι τα πράγματα» (νιχιλιστική στάση), είναι αυτό που έχει σημασία.
Δεν αρκεί όμως να εφεύρουμε μια νέα φιλοσοφία. Η καινοτομία, ο μετασχηματισμός, η μετάλλαξη ή η επανάσταση ήταν από την αρχή εγγενείς στη λεγόμενη «φιλοσοφία» (φίλος της γνώσης, της διάκρισης ή της κυριαρχίας, αλλά όχι αποκτηθείσα ή καθιερωμένη ικανότητα). Η φιλοσοφία έχει ασχοληθεί με το έργο της με τρόπο πιθανόν σκόπιμα άπειρο. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί με ακριβή τρόπο σε κάθε φιλοσοφία. Αυτό που μας επιβάλλει –και αυτό που έχουν αισθανθεί οι φιλόσοφοι (για τώρα, ας πούμε από τον Χέγκελ και μετά)– είναι να ξεπεράσουμε αυτό το άπειρο (8), χωρίς να το φιμώσουμε με ένα δογματικό λουρί (νιχιλιστικό, κυνικό ή μυστικιστικό).
7
Ήταν απαραίτητο να εξεταστεί η τεράστια αμφιθυμία της φιλοσοφικής επιχείρησης –η οποία περιλαμβάνει την πολιτική, την τέχνη και την πίστη (9)– αυτού που έχει ονομαστεί «η Δύση».
Η αμφιθυμία είναι εγγενής στον όρο: η δύση είναι το ηλιοβασίλεμα. Είναι επομένως και επίτευγμα αλλά και αγωνία. Η Δύση επρόκειτο να είναι μια τόσο ισχυρή μηχανή επιτεύξεων σε βαθμό μάλιστα που να έχει γίνει ο φυσιολογικός [physiological] ιστός ενός πλανητικού, ίσως ακόμη και κοσμικού, οργανισμού. Επρόκειτο να είναι και η αγωνία ενός ολόκληρου κόσμου που παραδόθηκε στη δική του καταστροφή. Λες και ολόκληρη η φυσιολογία του πλανητικού οργανισμού αναπτύσσει συνεχώς μία αυτοανοσία που τον εξαντλεί.
Ο αποικισμός είναι το έμβλημα αυτής της αυτοανοσίας (αυτής της αυτο-δηλητηρίασης δηλαδή). Προερχόμενη από την εκθετική εξέλιξη τόσο της επιθυμίας για οικειοποίηση όλων των πιθανών αγαθών όσο και της θέλησης για γνώση, ο αποικισμός διέλυσε τον κόσμο που ισχυριζόταν πως ενοποιεί. Αφορούσε λοιπόν ένα ερώτημα τόσο σχετικό με το άνοιγμα του κόσμου στη δική του γνώση όσο και για το κλείσιμο αυτής της γνώσης σε οτιδήποτε μπορούσε να τον υπερβεί (στο δεδομένο που θα είχε προηγηθεί, χωρίς προηγούμενο –μάλλον ως εξωτερικότητα, ως το πιο οικείο, ως προς τον ίδιο, έξω).
Είναι, ωστόσο, ακριβώς αυτή η κίνηση –που ενδιαφέρεται τόσο για την αίσθηση της κυριαρχίας όσο και για την αίσθηση της γνώσης– που ζωντανεύει τη φιλοσοφία. Δεν αφορά (ή όχι πλέον τουλάχιστον) την κληροδότηση ενός δεδομένου και τον σεβασμό αυτού. Αφορά τη δημιουργία μιας νέα τάξης. Δεν αφορά τη διαχείριση ενός λαού και της επικράτειάς του, αλλά τον επαναπροσδιορισμό και των δύο – μιλά για την ανθρωπότητα και το σύμπαν. Αφορά τη θεμελίωση και την υποστήριξη αυτής της θεμελίωσης. Είναι απαραίτητο να αρχίσουμε και να συνεχίσουμε –γνωρίζοντας πάντα τρόπους επανεφέρευσης– την αρχή μέχρι το τέλος της.
Υπό αυτή την έννοια, η φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις σκέψεις, τις σοφίες και τους διαλογισμούς άλλων πολιτισμών. Δεν προσποιείται πως θεμελιώνει αλλά πως παρατηρεί προσεκτικά και ακούραστα τις δυνάμεις, τις ενδιάμεσες εντάσεις, τις ανάσες, τις κλίσεις, χωρίς να ισχυρίζεται πως γνωρίζει ούτε τη φύση ούτε το νόημά τους: τέτοιες έννοιες μετατοπίζονται εδώ. Ίσως να μην υπάρχει τίποτα που να πρέπει να μάθουμε ή να καταφέρουμε: παρ’ όλα αυτά που πρέπει να το καλωσορίσουμε, μέχρι τη στιγμή του αινίγματος ή ξεκινώντας από αυτό. (Από αυτή την άποψη, περισσότερες από μία δυτικές σκέψεις, ιδίως μυστικιστικές, φαίνεται να συγκλίνουν με αυτή την ενεργό εγκατάλειψη).
Η κύρια διαφορά είναι ότι η φιλοσοφία δεν καλωσορίζει αλλά αναλαμβάνει και πραγματοποιεί. Η συνειδητοποίηση –της αίσθησης, της ύπαρξης, των αρχών και των σκοπών– είναι η λέξη-κλειδί της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι αδιαχώριστη από την τρομερή τεχνογένεση που δημιούργησε τον νέο κόσμο. Η δύναμη της ζήτησης να βρεθεί και να αναπτυχθεί έχει γίνει πράγματι ο τεχνικός πολιτισμός.
Η φιλοσοφία είναι ουσιαστικά αναρχική: το σύνθημα του αναρχισμού –«ούτε Θεός ούτε Αφέντης»– μπορεί να θεωρηθεί το αξίωμά του. Αυτό το «ούτε… ούτε», όμως, με τη σειρά του απαιτεί τη δική του εξέταση.
Ως γνωστόν, η τεχνολογία δημιουργήθηκε με τον άνθρωπο και τα αριστουργηματικά επιτεύγματα όλων των πολιτισμών σε όλες τις εποχές της ανθρωπότητας δε χρειάζεται να υπενθυμίζονται. Αυτό που είναι νέο στη Δύση είναι πως η τεχνολογία αρχίζει να προκαλεί [γίνεται] το ίδιο της το τέλος. Υπήρχε ένα σχετικά ακριβές κίνητρο –ιερού χαρακτήρα– για την κατασκευή των Πυραμίδων. Ο Πύργος του Άιφελ, από την άλλη μεριά, είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στη μαεστρία του χάλυβα του οποίο είναι προϊόν. Με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από τους στόχους που επικαλείται κανείς σήμερα περί βιολογικής ή κοσμολογικής έρευνας, η κινητήρια δύναμή τους έγκειται στην αυτο-ανάπτυξη ικανοτήτων ανάλυσης, ελέγχου και εφαρμογής των σχετικών προγραμμάτων. (10)
8
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τα ασύγκριτα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως συνδέονται στενά με την αυτοπραγμάτωση που βρισκόταν στο επίκεντρο της φιλοσοφίας (και της πολιτικής, καθώς και της τέχνης). Επομένως, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός πως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τη Δύση από αυτή την ακόρεστη επιθυμία για αυτοπραγμάτωση, που είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον κόσμο να ασφυκτιά.
Η φιλοσοφία ακολούθησε αμέσως το μονοπάτι που ανοιγόταν μπροστά της: πώς να φτιάξουμε έναν κόσμο, εάν υπονομευθούν (και σταδιακά καταστραφούν) όλες οι κοσμικές, φυσιολογικές και ενεργειακές τάξεις. Απάντησε με μια εντυπωσιακή διαδοχή αναπαραστάσεων του κόσμου (μαθηματικές, μηχανικές, ιστορικές – επισημαίνοντας τις αντιφάσεις του ή εμβαθύνοντας στην ουσία των πραγμάτων κ.λπ.). Αυτές οι αναπαραστάσεις εξέφραζαν διάφορες στιγμές εξέλιξης στην ιστορία, τις οποίες η φιλοσοφία είχε προσφέρει στον εαυτό της κατά τη διαδικασία υλοποίησής της. Έγινε λοιπόν η εκπλήρωση της γνώσης ως τεχνοεπιστήμης, η εκπλήρωση του καθήκοντος ως ανθρωπισμού και η εκπλήρωση της επιθυμίας ως παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το σημείο, δεν είναι πλέον απαραίτητο να επεξεργαστούμε αναπαραστάσεις του κόσμου: ο κόσμος έχει γίνει αναπαράσταση του εαυτού του, είναι τεχνο-ανθρωπο-κοσμική αυτονομία.
Αυτή η αυτονομία πράγματι βλέπει το τέλος –τον στόχο– και την εκπλήρωση της φιλοσοφίας, δηλαδή της Δύσης, δηλαδή της αυτοπραγμάτωσης (η οποία περνά ταυτόχρονα από τη δυστυχία, την ατυχία και την καταστροφή δισεκατομμυρίων ανθρώπων, για τους οποίους αναρωτιέται κανείς ποιος τους αναγνωρίζει ως ανθρώπους, για να μη μιλήσουμε για τις οικολογικές καταστροφές που προστίθενται στις συνολικές ατυχίες). (11)
Η πραγμάτωση της φιλοσοφίας –η ίδια γεννήθηκε από την ανάγκη για αυτονομία σε έναν κόσμο όπου δε φαινόταν να υπάρχουν αναφορές σε οτιδήποτε άλλο– είναι η πραγμάτωση της μείωσης του «άλλου»: του άλλου που δε χάνεται μέσα σε οποιαδήποτε άλλη ταυτότητα, ίσως ακόμα και μέσα σε οποιαδήποτε σύγκριση. (το allo δε συνυπάρχει με το auto, ενώ το hetero συσχετίζεται με το homo).
Τώρα το πραγματικό είναι αναγκαστικά το allo. Όπως ακριβώς η πέτρα που χτυπώ είναι έξω από εμένα, έτσι αυτή που αγαπώ είναι έξω από εμένα. Το καλλιτεχνικό έργο είναι έξω από εμένα. Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τους θεούς όλων των μυθολογιών, αυτό είναι πως πράγματι δεν είναι άνθρωποι. Η φιλοσοφία γνώριζε πάντοτε αυτή την αλλοτροπία του πραγματικού –όταν μιλούσε για το «καλό πέρα από το είναι» (Πλάτωνας) ή για την «άδηλη ελευθερία» (Καντ) ή για το «είναι που δεν είναι» (Χάιντεγκερ). (12)
Αυτή όμως η αλλοτροπία –αυτή του χταποδιού ή του τρελού, αυτή των πολυμερών ή αυτή των κέλπιων [μεγάλα φαιοφύκη]– δεν είναι αντικείμενο γνώσης ή δύναμης και αυτό είναι που ξεχνάμε πάντα, παρόλο που το αισθανόμαστε συνεχώς.
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι αποτέλεσμα λήθης: είναι μια αντίφαση εγγεγραμμένη στην καρδιά της φιλοσοφίας. Δεδομένου ότι προέρχεται από την αναγκαιότητα του auto –«να γνωρίζεις, να μπορείς, να θέλεις από μόνος/η σου»– μπορεί μόνο παράλληλα να αναγνωρίσει και να απωθήσει το allo σε σχέση με το οποίο, όμως, το auto απαραίτητα αυτοπροσδιορίζεται. Αυτό συμβαίνει όταν θέλουμε ένα παιδί να «σκέφτεται από μόνο του»: πώς μπορούμε όμως να προσεγγίσουμε αυτό το «από μόνο του» χωρίς να το διακρίνουμε από το «βάση άλλων»; Αυτή η ερώτηση, η οποία φαίνεται ασήμαντη, στην πραγματικότητα διατρέχει ολόκληρη τη φιλοσοφία. Μπορεί να απεικονιστεί μέσα από το ζήτημα του αναρχισμού: πώς να διαμορφωθεί ένας αναρχικός χωρίς κάποιες αρχές και υποχρεώσεις.
Η φιλοσοφία είναι ουσιαστικά αναρχική: το σύνθημα του αναρχισμού –«ούτε Θεός ούτε Αφέντης»– μπορεί να θεωρηθεί το αξίωμά του. Αυτό το «ούτε… ούτε», όμως, με τη σειρά του απαιτεί τη δική του εξέταση. Ποιο είναι το νόημα της άρνησης αυτού που δεν είναι σε καμία περίπτωση προσδιορίσιμο και, επομένως, δεν καταρρίπτεται αλλά ούτε επιβεβαιώνεται; Θα μπορούσε κανείς να πει πως ολόκληρη η θεολογική σειρά από τη Rig Veda μέχρι τη Genesis (13) έχει προσπαθήσει να διατηρήσει μια ορισμένη παρουσία απέναντι σε αυτό που ενυπάρχει κάτω από κάθε μορφή, ύλη ή ύπαρξη –στο ούτε… ούτε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι πάντοτε ζήτημα δύναμης το να μιλάς και, μέσω της λέξης, να δημιουργείς.
Η φιλοσοφία κατανοεί αυτή τη δύναμη όχι ως λέξη (ως απεύθυνση) αλλά ως την ίδια τη σύνδεση με τον λόγο, με την αυτάρκεια δηλαδή, χωρίς θεό ή αφέντη. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το αποκορύφωμα αυτής της αυτάρκειας βρίσκεται εκεί, όπου ο Χέγκελ, επιβεβαιώνοντας την ανοησία του ρήματος «είναι» [το να είναι] ως συνδετικό ρήμα, συμπεραίνει την αυτο-άρνησή του και έτσι τη δυνατότητα μιας πρώτης στιγμής. Το είναι, λοιπόν, δεν είναι ούτε το είναι ούτε το τίποτα: σχετίζεται με τον εαυτό του αρνούμενο τον εαυτό του. Έτσι επιτυγχάνει και η φιλοσοφία του Χέγκελ την αυτοπραγμάτωση. (14) Η φιλοσοφία υποθέτει πλήρως το ούτε-ούτε προσδιορίζοντάς την ως αμοιβαία και αυτόματη (συνολικά) αυτο-άρνηση αυτού που εντούτοις ανοίγεται σε και από αυτήν ως η ίδια η αλλοτροπία ή η μη αναγώγιμη διαστολή του είναι. Αυτό που παραμένει και πρέπει να παραμείνει ως allo-logy μπορεί να γίνει πιο κατανοητό μέσα από τα λόγια του Tchouang-Tse: «το αποκορύφωμα του λόγου βρίσκεται σε έναν τρόπο έκφρασης που θα ήταν ταυτόχρονα μη σιωπή και μη ομιλία». (15)
Η κύρια διαφορά είναι ότι η φιλοσοφία δεν καλωσορίζει αλλά αναλαμβάνει και πραγματοποιεί. Η συνειδητοποίηση –της αίσθησης, της ύπαρξης, των αρχών και των σκοπών– είναι η λέξη-κλειδί της φιλοσοφίας.
9
Δε θα έπρεπε να πιστεύετε πως προσπαθώ να πασαλείψω τα κινέζικα με τα γερμανικά για να επιτύχω μια διαμεσολάβηση! Αντιθέτως, οι προτάσεις του Χέγκελ και του Tchouang-Tse δεν επιδέχονται αλληλο-μετάφρασης. Αυτή η αδυναμία μετάφρασης του ούτε-ούτε δεν είναι ζήτημα γλώσσας. Μπορεί κανείς να περνάει από το ένα στο άλλο διαρκώς.
Αυτό που αντιστέκεται είναι ο κατάλληλος χαρακτήρας του allo. Το ούτε-ούτε πρέπει να αποκλείει κάθε είδους διαμεσολάβηση. Ούτε μια Κίνα που θα ανακάμπταμε, ούτε μια Δύση που θα προσανατολίζαμε δεν έχει νόημα εδώ, μιας και βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, από όλες τις πλευρές χωρίς αλλοτροπία ή, για να το θέσουμε αλλιώς, χωρίς το αμείωτο ή το μη αναγνωρίσιμο.
Αυτό που εννοεί ο Χάιντεγκερ με την «αποστολή της σκέψης» –τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε– είναι το εξής: θα σταθούμε απέναντι στο ακατόρθωτο; Ή θα συνεχίσουμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τη φτωχή μας φιλοσοφική αυτονομία; Ή, γιατί όχι, να τελειώνουμε με αυτό, αφού έχουμε αποδείξει (κάτι που κανείς δε ζήτησε) την υπέροχη, μεγαλόπρεπη και άφθονη ανοησία;
Translated by IOANNIS ANDRONIKIDIS
NOTES
1. Αυτή η σύντομη λίστα θυμίζει απλώς μερικά μεγάλα ονόματα. Πρόκειται, όμως, για μια επική λίστα.
2. Διατηρώ τους αρχικούς όρους για να αποδώσω την ακριβή αίσθηση που επιδιώκει ο Ζαν-Λυκ Νανσύ εδώ – την καρύκευση δηλαδή των όρων με πιο μοντέρνα μπαχαρικά.
3. Αυτό συνέβαινε, όπως γνωρίζουμε, ήδη από τον Αριστοφάνη, και αξίζει να το αναλογιστούμε: οι άνθρωποι πάντα κορόιδευαν τη φιλοσοφία στο βαθμό που τη σέβονταν. Σήμερα δεν την κοροϊδεύουν πια, αφού έχει γίνει το χλιαρό νερό για το οποίο μίλησα πριν.
4. Εκτός από το σχήμα αλήθεια - ψεύδος, η ιδέα της αλήθειας, εκτός φιλοσοφίας, συγχέεται με εκείνη της δήλωσης του είναι, της παρουσίας του δεδομένου. Οι πρώτες γραμμές του Popol Wuh είναι υποδειγματικές: «Αυτή είναι η ρίζα της αρχαίας λέξης αυτού του τόπου που ονομάζεται Quiché», νέα μετάφραση https://fr.wikipedia.org/wiki/Popol_Vuh. Οι παλαιότερες μεταφράσεις, όμως, είναι εξίσου εύγλωττες: πρόκειται πάντα για τη διατύπωση «αυτό είναι το Quiché (ή Quichué)», αυτός είναι ο τόπος καταγωγής, που αρχικά πήρε το πραγματικό του όνομα. Η αλήθεια αυτού του ονόματος είναι λοιπόν το ίδιο του το όνομα.
5. Και άλλες περιοχές βιώνουν μια ανάλογο, αν και διαφορετική, διακοπή: ο Βούδας, ο Κομφούκιος, ο Λάο Τσε, το Μεγάλο Ιερό της Ίσε στην Ιαπωνία κ.λπ., σε σύγκριση με παλαιότερους πολιτισμούς, όπως οι Μάγια, οι Βέδες, η Μεσοποταμία και τόσοι άλλοι. Φυσικά, ο μακρύς και πολύπλοκος μετασχηματισμός της Αιγύπτου, που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, και του περσικού πολιτισμού πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη για τη Μεσόγειο.
6. Πολύ απλό, φυσικά, αλλά ο στόχος μου εδώ είναι να εντοπίσω –χωρίς απλοϊκότητα– σαφείς γραμμές από τις οποίες μπορούμε να επιστρέψουμε στην πολυπλοκότητα.
7. Καμία μυθολογία δεν αμφισβητεί το δικό της καθεστώς.
8. Ή, στην εξής απροσδιοριστία: Δεν μπορώ να σταθώ εδώ, σε αυτό το σημείο, το οποίο είναι σίγουρα σημαντικό.
9. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν επικεντρώνομαι στις θρησκείες της Δύσης, που έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι οι ίδιες –με διαφορετικούς τρόπους– όψεις του Δυτικού και, επομένως, του φιλοσοφικού φαινομένου. Συγκεκριμένα, η Περσία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη Δυτική μετάλλαξη.
10. Είναι αλήθεια ότι η τρέχουσα πανδημία δίνει καινούρια σημασία στο άμεσο τέλος. Αλλά είναι από μόνη της μια επίδραση της ανάπτυξης της τεχνόσφαιρας... Αντίστοιχα, δεν σταματάμε να προοδεύουμε στην έρευνα για τον καρκίνο, αλλά δεν σταματάμε ούτε τη διάδοση των καρκίνων...
11. Αν και είναι σωστό και απαραίτητο, είναι μάταιο να διαμαρτυρηθούμε για τον εκθετικό πλούτο μερικών, αφού αυτή η αύξηση του πλούτου ανήκει στην οντολογική αυτο-ανάπτυξη της Μηχανής.
12. Να κρατήσουμε μόνο αυτά τα παραδείγματα, αυτών που βρίσκονται σε κάθε μεγάλη φιλοσοφία.
13. Δεν ισχυρίζομαι πως καθιερώνω οποιαδήποτε συσχέτιση, αλλά υπάρχουν εντυπωσιακές αναλογίες.
14. Φυσικά, μπορεί να αποδειχθεί πως αυτό δεν ικανοποιεί τον ίδιο τον Χέγκελ, ο οποίος για αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζει τη σχέση με τον εαυτό του ως άπειρη [infinite]. Αυτή η έννοια του απείρου θα απαιτούσε άλλη ανάλυση.
15. Les Œuvres de Maître Tchouang, trad. Jean Lévi, Éditions de l'Encyclopédie des nuisances, 2006, σελ.226.